- αηδής
- -ές (Α ἀηδής)1. όχι ευχάριστος, δυσάρεστος2. αυτός που έχει άσχημη γεύση, αηδιαστικός, άνοστος, σιχαμερός3. (για πρόσωπα) αντιπαθητικός, δυσάρεστος, ενοχλητικός, απεχθής, φορτικόςαρχ.1. επίρρ. ἀηδῶςα) δυσάρεσταβ) χωρίς ευχαρίστηση, απρόθυμα2. φρ. «ἀηδῶς ἔχω ή διατελῶ ή διατίθεμαί τινι (ή πρός τινα)», έχω κακές, μη αρμονικές σχέσεις με κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -ηδὴς < ἡδὺς ή το ἥδομαι.ΠΑΡ. αηδίααρχ.ἀηδέω, ἀηδίζω].
Dictionary of Greek. 2013.